- διαφημιστικός
- advertising
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
διαφημιστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαφήμιση, ο κατάλληλος για διαφήμιση («διαφημιστική καμπάνια ή προβολή») … Dictionary of Greek
διαφημιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη διαφήμιση: Η διαφημιστική εκστρατεία της εταιρείας είχε μεγάλη επιτυχία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)